- δειπνήσω
- δειπνέωmake a mealaor subj act 1st sgδειπνέωmake a mealfut ind act 1st sgδειπνέωmake a mealaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάκειμαι — (Α ἀνάκειμαι) βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί») αρχ. 1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ αυτόν 2. εξαρτώμαι 3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω 4. φρ. «πᾱν… … Dictionary of Greek
μεταδειπνώ — και ματαδειπνώ (Α μεταδειπνῶ, έω) νεοελλ. δειπνώ πάλι, ξαναδειπνώ αρχ. δειπνώ αργά, μετά τη συνηθισμένη ώρα, καθυστερώ να δειπνήσω («εἰ δὲ γε ἔτι πλείω χρόνον κενεαγγήσας ἐξαπίνης μεταδειπνήσειεν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
προσανάκειμαι — ΜΑ 1. είμαι ξαπλωμένος στο ανάκλιντρο πολύ κοντά σε κάποιον άλλο 2. είμαι πλήρως αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνάκειμαι «είμαι αφιερωμένος, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»] … Dictionary of Greek
συνανάκειμαι — ΜΑ είμαι κι εγώ ξαπλωμένος δίπλα στο ίδιο τραπέζι, μετέχω στο ίδιο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»] … Dictionary of Greek
υπερανάκειμαι — Α είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο πιο ψηλά από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»] … Dictionary of Greek